- μαρμαροστρώνω
- μετ. выстилать или облицовывать мрамором
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μαρμαροστρώνω — επιστρώνω δάπεδο ή τοίχο με μάρμαρο … Dictionary of Greek
μαρμαροστρώνω — μαρμαρόστρωσα, μαρμαροστρώθηκα, μαρμαροστρωμένος, στρώνω κάτι (δάπεδο, τοίχο, αυλή κτλ.) με μάρμαρα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μάρμαρος — μάρμαρος, ὁ (Α) 1. πέτρα κρυσταλλικής φύσης που αστράφτει στο φως 2. το μάρμαρο 3. έργο, καλλιτέχνημα από μάρμαρο 4. πέτρα τάφου, ταφόπετρα 5. κομμάτια που σπάζουν καθώς κόβεται ή πελεκιέται το μάρμαρο 6. ως επίθ. μάρμαρος, ον αυτός που λάμπει,… … Dictionary of Greek
μαρμαρόστρωτος — η, ο επιστρωμένος με μάρμαρο, αυτός που έχει μαρμάρινο δάπεδο ή μαρμάρινη επίστρωση. [ΕΤΥΜΟΛ. < μαρμαροστρώνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1843 στον Α. Ραγκαβή] … Dictionary of Greek